- μηλόκεδρο
- τοκοινή ονομασία τού δέντρου Juniperus foetidissima.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για απόδοση τού γαλλ. espece de generrier. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαβίνα — η / σαβίνα, ΝΜΑ, και σαβῑνα Α νεοελλ. είδος γιουνίπερου, αγριοκυπάρισσου, κν. μηλόκεδρο μσν. αρχ. το φυτό βράθυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sabina (herba) «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek